ναΐδιο

ναΐδιο
και ναΐδριο και ναΰδριο, το (Α ναΐδιον) [ναός]
μικρός ναός, εκκλησάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναΰδριο — το βλ. ναΐδιο …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Φανερωμένης, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Κορινθίας, κοντά στο Χιλιομόδι, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Στην κορυφή του λόφου Καστρί ή Βίγλα βρίσκεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”